υστέρα το άυλο μπλε
ρεύσεις από όγκους και αποστάσεις
Θεία λέαινα
πως κανείς να μεγαλώσει,
ουρά από φτέρνες και γόνατα. Να οργώνεις την γη
Χωρίζουν και πας , αδελφούλα
η ώχρινη αψίδα
η άπιαστη κορφή.
Θολούρα
καρποί που είναι καταραμένοι
σ αγκιστρώνουν
νεκρό, γλυκό αίμα, γεμίζει το στόμα
σκιές
ένα αλλιώτικο πράγμα
αναδεύω
μηροί , τα μαλλιά μου
στα πόδια μου λέπια νεκρά
Λευκό
Θεέ μου, ξεφλουδίζω
άκρα νεκρά, νεκρά και σκληρά
Και τώρα εγώ
σταρένιος αφρός, η γυαλάδα της θάλασσας
η κραυγή από μωρό που κλαίει
λιώνει στο τοίχο
Και γώ
είμαι το βέλος,
δροσιά στα μόρια του ανέμου
που πνέει , αυτοκτονικά
στην αυγή
Μάτια
πρωινό μαγκανοπήγαδο.
Ariel
By Sylvia
Plath
Stasis in darkness.
Then the substanceless blue
Pour of tor and distances.
God’s lioness,
How one we grow,
Pivot of heels and knees!—The furrow
Splits and passes, sister to
The brown arc
Of the neck I cannot catch,
Nigger-eye
Berries cast dark
Hooks—
Black sweet blood mouthfuls,
Shadows.
Something else
Hauls me through air—
Thighs, hair;
Flakes from my heels.
White
Godiva, I unpeel—
Dead hands, dead stringencies.
And now I
Foam to wheat, a glitter of seas.
The child’s cry
Melts in the wall.
And I
Am the arrow,
The dew that flies
Suicidal, at one with the drive
Into the red
Eye, the cauldron of morning.