Έχω έναν άνθρωπο στον νου μου
γέρος να ήτανε ή νέος.
Δυσκολεύομαι να πω.
Θυμάμαι τα μάτια του,
σαν του παιδιού.
Έχω έναν άνθρωπο στο νου μου
να του μοιάσω θέλησα ή να τον εντυπωσιάσω.
Η μνήμη μου με απατά.
Πίσω του βάδισα,
και τον μιμούμουν.
Έχω έναν άνθρωπο στο νου μου
κάπου τον έχασα ή τον ξέχασα.
Είναι καιρός πολύς.
Καμία φορά τον βλέπω,
στα λόγια και τις πράξεις μου.
Έχω έναν άνθρωπο στο νου μου
κάτι μου μάθαινε ή του το κλέβα.
Δεν ήξερα να παίρνω.
Ότι του έπεφτε,
το έβαζα στην τσέπη.
Έχω έναν άνθρωπο στο νου μου
άμα σου τύχει να τον δεις ή τον γνωρίσεις.
Έχω κρατήσει ένα ευχαριστώ, πάρτο.
Άλλον πιο ταιριαστό,
δεν έχω να το δώσω.